- εμβλακεύομαι
- ἐμβλακεύομαι (AM)μσν.εκθηλύνομαι, ζω ακόλαστααρχ.κάνω νάζια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμβλακεύῃ — ἐμβλακεύομαι pres subj mp 2nd sg ἐμβλακεύομαι pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβλακευόμενος — ἐμβλακεύομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)